«Είναι πλέον αποδεκτό, ότι κάθε προσπάθεια ορισμού τῆς Τέχνης έμελλε νὰ καταλήξει σε αποτυχία, σε τεχνοκριτικό φιάσκο, εφόσον η Τέχνη συνιστά φαινόμενο άμεσα εξαρτημένο από τον εκάστοτε τρόπο όρασης και ερμηνείας της «πραγματικότητας». Εάν αυτὸ που ονομάζουμε πραγματικότητα, με ό,τι αυτή περιλαμβάνει (Φύση, Οικονομία, Θρησκεία, Τεχνολογία κ.ά.), δεν είναι άλλο από μια ρητορική κατασκευή, από ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο σύστημα αξιολόγησης, ταξινόμησης, σημασιοδότησης, θεμελιωμένο στα όρια της ανθρώπινης συνειδητότητας, και όχι έξω από αυτήν, τότε η Τέχνη δεν μπορεί να ορισθεὶ ως ουσία, αλλά ώς προϊόν των απαιτήσεων των ιστορικά διαμορφωμένων (ηγετικών) συλλογικοτήτων. Άλλωστε, στην περίπτωση της Τέχνης, η ουσιοκρατική της αντικειμενικότητα δεν συνδέθηκε ποτέ με την υλικότητα, εγγενή στὸ καλλιτεχνικό έργο. Είναι προφανές ότι η εν λόγω αντίληψη εμπίπτει στο χώρο της Φαινομενολογίας (τοῦ Maurice Merleau-Ponty), της νεομαρξιστικής Αποδόμησης (Σχολὴ της Φρανκφούρτης) και στο χώρο της Πολιτισμικής Κριτικής (Marcus-Fischer). Ωστόσο, η αμφισβήτηση της ουσιοκρατικής προσέγγισης της Τέχνης, ως υλικής έκφρασης κάποιας αντικειμενικής πραγματικότητας, η οποία υφίσταται ανεξάρτητα από την βούλησή μας και εξω από τα όρια της συνείδησής μας, αποτελεί πράξη αμφίσημη. Τούτο διότι αν η Τέχνη, είναι παράγωγο των διαρκώς μεταβαλλόμενων αιτημάτων (ιδεολογικών, σημασιολογικών κ.ά.) μιας ιστορικά διαμορφωμένης συλλογικότητας – ή μάλλον του κυρίαρχου Λόγου της εξουσίας που διέπει την συλλογικότητα – τότε η υπόστασή της αντικειμενοποιείται με το συνδετικό υλικό των «δι-υποκειμενικών» αυτών αιτημάτων. Έτσι, η ύπαρξή της, το γεγονὸς της, συγκροτείται από τον εκάστοτε εξουσιαστικό τρόπο όρασης και σημασιοδότησης του κόσμου και των φαινομένων, χωρὶς αυτὸ, εννοείτε, να της προσδίδει ουσιοκρατική σταθερότητα. Είναι το συλλογικὸ προς τι που, στην περίπτωση αυτή, δίνει στην Τέχνη το αντικειμενικό της νόημα. Υπάρχει επειδή εκφράζει, Υπάρχει επειδή ερμηνεύει. Υπάρχει επειδή προπαγανδίζει.